- κρατύνω
- κρατύνω (AM, Α επικ. τ. καρτύνω) [κρατύς]1. ενισχύω, ενδυναμώνω, ισχυροποιώ, στερεώνω (α. «τοὺς θεμελίους πέριξ κρατύνας», Δίων Κάσσ.β. «εἶχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη», Ηρόδ.)2. κυριαρχώ, εξουσιάζω, άρχω, κυβερνώ («τὰ πρῶτα μὲν δόρει κρατύνων, πρῶτα δ' οἰωνῶν ὁδοῑς», Σοφ.)3. γίνομαι ή είμαι κύριος ή κάτοχος, κατέχω (α. «τῶν δ' ὅπλων ἐκείνων ἀνὴρ ἄλλος κρατύνει», Σοφ.β. «κρατύνειν λέκτρα», Κόρινν.)4. υποστηρίζω κάτι με βεβαιότητα, επιμένω σε κάτιμσν.μέσ. κρατύνομαια) εμπλέκομαιβ) θεωρούμαιαρχ.1. πάπ. επικυρώνω συμφωνία2. οχυρώνω («καὶ τείχη κρατύναντες διὰ τάχους ἀπῆλθον», Θουκ.)3. σκληραγωγώ («ἀντί γε μὴν τοῦ ἁπαλύνειν τοὺς πόδας ὑποδήμασιν ἔταξεν ἀνυποδησίᾳ. κρατύνειν», Ξεν.)4. χειρίζομαι κάτι με ικανότητα και δύναμη («κρατύνειν ἐνὶ χερσὶν ἐρετμά», Απολλ. Ρόδ.)5. παθ. γίνομαι σκληρός και στερεός, στερεοποιούμαι («ἐν τριήκοντα ἡμέρησι κρατύνεται ὀστέα», Ιπποκρ.)6. αποδεικνύω χωρίς αντίρρηση.
Dictionary of Greek. 2013.